κιγκλίδα

κιγκλίδα
ἡ (ΑΜ κιγκλίς, -ίδος)
1. καθεμιά από τις σιδερένιες ή ξύλινες ράβδους ενός φράγματος, ενός κιγκλιδώματος
2. συν. στον πληθ. κιγκλίδες
ξύλινο ή σιδερένιο κιγκλίδωμα, κάγκελα (α. «τα γραφεία χωρίζονται με κιγκλίδες» β. «τὸν νεκρὸν εἰς μέσον ἑλκύσαντες καὶ περιβαλόντες κιγκλίδα θέαμα τοις βουλομένοις μεθ' ήμέραν παρέσχον», Πλούτ.)
αρχ.
1. καγκελωτό χώρισμα στο δικαστήριο ή στο βουλευτήριο από το οποίο έμπαιναν οι δικαστές ή οι βουλευτές («ὁ δὲ ἀνεφάνη κνεφαῑος ἐπὶ τῇ κιγκλίδι», Αριστοφ.)
2. (σε ναούς) το μεταξύ τού νάρθηκα και τού ιερού χώρισμα
3. είδος φυλακής, πιθ. το στενό δωμάτιο δεσμωτηρίου, που είχε φραγμό από σιδερένιες ράβδους ή όργανο βασανισμού («σχοινισμοι και κιγκλίδες» — βασανιστήρια με σχοινιά και φυλακές, Πλούτ.)
4. καγκελωτή πύλη
5. φρ. α) «ῥητορεία κιγκλίδων ἐπιδέουσα καὶ βήματος» — ρητορική ικανότητα που έχει ανάγκη εξασκήσεως και τριβής στα δικαστήρια, Πλούτ.
β) «ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατρίβω» — περνώ την ημέρα μου στα δικαστήρια, Λουκιαν.
γ) «αἱ διαλεκτικαὶ κιγκλίδες» — διαλεκτικές σοφιστεῑες, πίσω από τις οποίες μπορεί να οχυρωθεί κανείς, χρησιμοποιώντας τις ως φραγμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη πρόκειται για υποχωρητικό παρ. τού κιγκλίζω (II) (< κίγκλος), οπότε η αρχική σημ. θα ήταν «πόρτα που ταλαντεύεται». Κατ' άλλη άποψη, κιγκλίς < *κιλ-κλ-ίς με ανομοίωση, οπότε η λ. συνδέεται με το ρ. κλίνω.
ΠΑΡ. μσν. κιγκλίζω (I).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κιγκλιδοποιός. (Β' συνθετικό) αρχ. θυροκιγκλίδες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κιγκλίδα — η κάγκελο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιγκλίδα — κιγκλίς latticed gates fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιγκλίδ' — κιγκλίδα , κιγκλίς latticed gates fem acc sg κιγκλίδι , κιγκλίς latticed gates fem dat sg κιγκλίδε , κιγκλίς latticed gates fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύρτος — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …   Dictionary of Greek

  • κάγκελο — το (AM κάγκελ[λ]ον) 1. ξύλινη ή σιδερένια ράβδος που μαζί με άλλες, τοποθετημένες σε μικρή απόσταση, σχηματίζει φράχτη, η κιγκλίδα, το δρύφακτο* 2. στον πληθ. τα κάγκελα φράχτης, παραπέτο που σχηματίζεται από ξύλινες ή σιδερένιες ράβδους και… …   Dictionary of Greek

  • κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι …   Dictionary of Greek

  • κιγκλίς — κιγκλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. κιγκλίδα …   Dictionary of Greek

  • κάγκελο — το (λ. λατ.), κιγκλίδωμα, κιγκλίδα: Γύρω γύρω στο μπαλκόνι υπάρχουν κάγκελα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”